- αναρίστητος
- ἀναρίστητος, -ον (Α) [αναριστώ]αυτός που δεν προγευμάτισε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναρίστητος — not having breakfasted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίστητον — ἀναρίστητος not having breakfasted masc/fem acc sg ἀναρίστητος not having breakfasted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)